ἐνιαυσίαν

ἐνιαυσίαν
ἐνιαυσίᾱν , ἐνιαύσιος
of a year
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ενιαύσιος — α, ο και ενιαύσιος, ο (AM ἐνιαύσιος, ία, ον και ἐνιαύσιος, ον και δωρ. και βοιωτ. τ. ἐνιαύτιος, ία, ον) [ενιαυτός] 1. αυτός που διαρκεί ένα έτος (α. «ενιαύσια φυτά» β. «ολόκληρον ενιαυσίαν εσοδείαν δι εαυτήν», Παπαδ. γ. «ἐκεχειρίαν ἐποιήσαντο… …   Dictionary of Greek

  • συμπαθής — ές, ΝΑ αυτός που διεγείρει αίσθημα συμπάθειας, συμπαθητικός, αξιαγάπητος αρχ. 1. αυτός που συμπάσχει 2. αυτός που αισθάνεται στοργή ή τρυφερότητα για κάποιον άλλο 3. αυτός που ασκεί αμοιβαία επίδραση («νεῡρα ἀλλήλοις συμπαθῆ», Ανθ. Παλ.) 4. ιατρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”